- ψευδολογία
- η1. το να λέει κανείς ψέματα.2. ψευδολόγημα, ψευτιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευδολογία — ψευδολογίᾱ , ψευδολογία falsehood fem nom/voc/acc dual ψευδολογίᾱ , ψευδολογία falsehood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολογίᾳ — ψευδολογίαι , ψευδολογία falsehood fem nom/voc pl ψευδολογίᾱͅ , ψευδολογία falsehood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολογία — η, ΝΜΑ [ψευδολόγος] 1. λόγος ανακριβής ή αντίθετος προς την αλήθεια 2. το να λέει κανείς ψέματα, η τάση κάποιου να λέει ψευτιές νεοελλ. (λαογρ.) τα πρωταπριλιάτικα ψέματα … Dictionary of Greek
ψευδολογίας — ψευδολογίᾱς , ψευδολογία falsehood fem acc pl ψευδολογίᾱς , ψευδολογία falsehood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολογίαι — ψευδολογία falsehood fem nom/voc pl ψευδολογίᾱͅ , ψευδολογία falsehood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολογίαν — ψευδολογίᾱν , ψευδολογία falsehood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολογιῶν — ψευδολογία falsehood fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολογίαις — ψευδολογία falsehood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RAMUS Petrus — Veromanduus, Vir doctissimus. Filius agricolae, nepos carbonarii, qui ex nobilissima in Burgundionibus familia ortus, bellicis turbis solum vertere, et vitam carbonariam faciendo, sustentare se coactus est. Ingeniô ad studia factus, Parisios… … Hofmann J. Lexicon universale
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek